- ενθήκη
- ἐνθήκη, η (AM) [εντίθημι]1. αποταμίευμα, προμήθεια, ποσότητα, περιουσία2. χρηματικό κεφάλαιο3. ένθεση, παρεμβολή4. έγκλειση, φράγμα, περίβολος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνθήκη — store fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθήκῃ — ἐνθήκη store fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθηκῶν — ἐνθήκη store fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθήκην — ἐνθήκη store fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθήκης — ἐνθήκη store fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθήκας — ἐνθήκᾱς , ἐνθήκη store fem acc pl ἐνθήκᾱς , ἐνθήκη store fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek